Τελχίς

Τελχίς
Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ένας από τους ηνίοχους των Διοσκούρων (ο άλλος ήταν ο Άμφιτος) κατά την Αργοναυτική εκστρατεία. Και οι δυο παρέμειναν στον Πόντο, ίδρυσαν τη Διοσκουριάδα και έγιναν γενάρχες του λαού των Ηνιόχων στην Ηνιοχία χώρα.
* * *
-ῑνος, ὁ, ἡ, αρσ. και Τελχίν, Α
1. συν. στον πληθ. οἱ Τελχῑνες
μυθ. γιοι τής Θάλασσας και τού Ποσειδώνος, αρχαίοι κάτοικοι τής Κρήτης, τής Κύπρου και τής Ρόδου, οι οποίοι έγιναν γνωστοί, επειδή πρώτοι κατεργάστηκαν τα μέταλλα, αλλά είχαν και κακή φήμη ως άνθρωποι κακοί, γητευτές, απατεώνες και φθονεροί
2. ως προσηγ. άνθρωπος φθονερός και κακοήθης («τελχῑνες
πονηροὶ δαίμονες, ἤ ἄνθρωποι φθονεροὶ καὶ βάσκανοι», Λεξ. Σούδα)
3. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ τελχῑνες
(κατά τον Ηρωδιαν.) «αἱ ὑπὸ πληγῆς εἰς θάνατον καταφοραί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού θελγίν, -ῖνος* (< θέλγω* «σαγηνεύω» + επίθημα -ίς/-ίν, -ῖνος, πρβλ. γλωχ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τελχίν — ῑνος, ὁ, Α βλ. Τελχίς …   Dictionary of Greek

  • Τελχινίς — ίδος, ἡ, Α [Τελχίς, ῑνος] η Ρόδος …   Dictionary of Greek

  • τελχίνιος — ία, ον, Α [Τελχίς, ῑνος]·1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Τελχίνιος προσωνυμία τού Απόλλωνος στη Λίνδο 2. το θηλ. ἡ τελχινία α) προσωνυμία τής Ήρας στην Κάμιρο β) προσωνυμία τής Αθηνάς, προς τιμήν τής οποίας οι Τελχίνες έχτισαν και βωμό 3. (το θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • τελχινώδης — ή τελχινιώδης, ῶδες, Μ [Τελχίς, ῑνος] 1. επιβλαβής, κακός («τὴν ἐμαυτοῡ θρηνῶν τύχην, καὶ τελχινώδη ταύτην αποκαλῶν», Θεοφύλ. Βουλγ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τελχινῶδες φθονερά, με φθόνο («τελχινῶδες ἐμβλέπειν», Μιχ. Ακομ.) …   Dictionary of Greek

  • τελχιτένοντες — Α [τελχίς] (κατά τον Ησύχ.) «σκληροτραχηλοῡντες» …   Dictionary of Greek

  • τελχιταίνει — Α (κατά τον Φώτ.) «ἀντερίζει, σκληροτραχηλεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < τελχίς, ῖνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”